- εκσωρεύω
- ἐκσωρεύω (Α)επισωρεύω, συσσωρεύω, σωρεύω το ένα πάνω στο άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεσωρεύονθ' — ἐξεσωρεύοντο , ἐκσωρεύω heap imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)